- καματάρικος
- η , ο рабочий (о скоте)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καματάρικος — η, ο [καματάρης] 1. καματάρης*, ασχολούμενος με κουραστική εργασία 2. (για υποζύγια, κυρίως βόδια) κατάλληλος να σύρει άροτρο («καματάρικο βόδι») … Dictionary of Greek
καματάρικος — η, ο αυτός που σέρνει το αλέτρι: Το βόδι αυτό είναι καματάρικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καματερός — ή, ό (Μ καματερός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά») 2. το θηλ. ως ουσ. η καματερή εργάσιμη μέρα, καθημερινή 3. το ουδ. ως ουσ. το καματερό α) βόδι κατάλληλο… … Dictionary of Greek
καματερός — ή, ό καματάρικος: Έχει δύο καματερά βόδια. Το ουδ., καματερό ως ουσ. σημαίνει το βόδι ή άλογο που χρησιμοποιείται στο όργωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)